ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΘΑΥΜΑΖΕΤΕ ΤΟ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΤΟ ΜΕΤΑΦΥΤΕΥΣΕΤΕ
Μία από τις καλύτερες φίλες μου είναι Φιλανδέζα. Ήρθε στην Αγγλία όταν ήταν 16 ετών, αλλά όταν έμεινε έγκυος, 13 χρόνια αργότερα, δε δίστασε στιγμή: ξαναγύρισε πίσω . Επέστρεψε στη Βρετανία με ένα σωρό ιστορίες για την τέλεια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά και απτές αποδείξεις της γενναιοδωρίας του σκανδιναβικού κράτους προνοίας: με ένα κουτί γεμάτο καταπληκτικά μωρουδιακά ρούχα, καλλυντικά και παιχνίδια, όλα σε υπέροχα πράσινα και μοβ χρώματα, που δωρίζεται σε κάθε νέα μητέρα.
Όταν αντιθέτως, αρκετά χρόνια αργότερα, γέννησα κι εγώ με τη σειρά μου το παιδί μου, σε ένα υπερφορτωμένο, βρώμικο, βρετανικό νοσοκομείο, μια εξαντλημένη νοσοκόμα μου πέταξε μια σακούλα γεμάτη με διαφημιστικά βρεφικά είδη και δωρεάν δείγματα.
Στη Φιλανδία, ο τοκετός αντιπροσώπευε μια ακόμα ευκαιρία να δείξει το κράτος πόσο νοιάζεται για την ευημερία όλων των υπηκόων του, χαρίζοντάς τους ένα σωρό δώρο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, σηματοδοτούσε μία ακόμα ξέφρενη κούρσα καταναλωτισμού.
Το ζήτημα του τρόπου λειτουργίας του σκανδιναβικού μοντέλου, μου κέντρισε το ενδιαφέρον ακριβώς μετά από αυτά τα πράσινα μωρουδιακά ρούχα και τις διηγήσεις για παραμυθένιες γονικές άδειες στη μητέρα και τον πατέρα (που στη Σκανδιναβία ήταν δεδομένες δεκαετίες πριν το Ηνωμένο Βασίλειο αρχίσει καν να σκέφτεται να παραχωρήσει απρόθυμα τις δικές του, μίζερες γονικές άδειες).
Και δεν εννοώ με τον βιαστικό και τυχάρπαστο τρόπο που ενδιαφέρονται για το σκανδιναβικό μοντέλο οι πολιτικοί μας, που κάθε τόσο κάνουν εκεί ρεσάλτα για να αρπάξουν πρόχειρα ιδέες για την εκπαίδευση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια -τελευταίο κρούσμα το ενδιαφέρον του Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) για το αυτοδιαχειριζόμενο από τους γονείς σουηδικό σχολείο, όχι.
Αυτό που με πάθιασε, ήταν να διερευνήσω τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά και τη νοοτροπία που δημιουργεί το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται η πλατιά συναίνεση για τη συντήρηση του πελώριου και πανάκριβου κράτους-πρόνοιας που απολαμβάνουν οι σκανδιναβικές χώρες εδώ και σχεδόν 50 χρόνια.
Μετά από διαδοχικές επισκέψεις στη Δανία, τη Νορβηγία, πρόσφατα στη Φιλανδία, παντού έπεφτα πάνω στο ίδιο, εντυπωσιακό φαινόμενο: οι πάντες μοιάζει να μοιράζονται την ίδια, αδιαμφισβήτητη, αίσθηση για το πώς πρέπει να λειτουργούν τα πράγματα. Υπάρχει ένα είδος διάχυτου και πανταχού παρόντος κοινωνικού ελέγχου για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ο καθένας απέναντι στους συνανθρώπους του.
Αυτή η πραγματικότητα μου αποκαλύφθηκε μια Κυριακή μεσημέρι, ενώ τρώγαμε σε ένα εξοχικό εστιατόριο. Όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα κόσμο, κι όμως, το μόνο που ακουγόταν ήταν ψίθυροι και ο ήχος των μαχαιροπήρουνων στην πορσελάνη· έως ότου κατέφτασαν οι βρετανικές μας οικογένειες, άναρχες, καβγατζίδικες και θορυβωδώς φλύαρες (παρά τις απέλπιδες προσπάθειες των Φιλανδών φίλων μας να κάνουμε ησυχία).
«Οι πάντες ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν σε κάθε περίσταση, οι πάντες προσπαθούν να λειτουργήσουν σωστά, οι πάντες είναι βέβαιοι πως το ίδιο κάνουν όλοι οι άλλοι. Κι όποιος δε λειτουργεί σωστά, αντιμετωπίζει τη δικαιολογημένη περιφρόνηση ολόκληρης της κοινότητας». Έτσι περιγράφει ο 'Αντριου Μπράουν (Andrew Brown) τον εκπληκτικό βαθμό εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τις κοινωνικές σχέσεις στη Σκανδιναβία.
Στο γόνιμο για προβληματισμούς βιβλίο του «ψαρεύοντας στην ουτοπία: η Σουηδία και το μέλλον που χάθηκε», ο Μπράουν εξετάζει πώς αυτή η κοινωνική αρχιτεκτονική διαβρώνεται σιγά-σιγά εδώ και 25 χρόνια. Η θέση του είναι πως το σύνολο των κοινωνικών ρυθμίσεων που κληροδότησε ο Καλβινισμός και η έντονη αλληλεξάρτηση των μικρών σουηδικών αγροτικών κοινοτήτων, είναι αδύνατο να επιβιώσει για πολύ ακόμα, μετά την εξαφάνισή των αιτίων που τη δημιούργησαν.
Ο καταναλωτισμός υπονομεύει ευθέως το βαθύ αίσθημα αυτοσυγκράτησης που διαποτίζει αυτές τις χώρες, που εδώ και δύο μόνο γενιές ήταν βυθισμένες στην πιο απόλυτη ανέχεια. Όπως μας θυμίζει ο Μπράουν, εδώ οι πιστωτικές κάρτες επετράπησαν μόλις στα τέλη της δεκαετίας του '90.
Αυτός ο πανταχού παρών περιορισμός της ατομικής ελευθερίας νομιμοποιείται ως ο μόνος τρόπος για να ευημερήσει το κοινωνικό σύνολο. Σύμφωνα με τον Μπράουν, κεντρική σημασία παίζει η έννοια «jäntelagen», που ορίζεται ως «ένας σκανδιναβικός κώδικας συμπεριφοράς, που απαγορεύει αυστηρά κάθε αίσθηση υπεροχής του οποιουδήποτε έναντι των συμπολιτών του». Αυτή η κοινωνική επιταγή μοιάζει να βρίσκεται στους αντίποδες όσων συμβαίνουν στη Βρετανία, όπου η υπεροχή έναντι των άλλων, και ο συνεπαγόμενος αγώνας για να επιτευχθεί αυτή η υπεροχή, μοιάζει να καθορίζει κάθε είδους ανθρώπινη σχέση, από τον ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζικών στελεχών μέχρι εκείνον ανάμεσα στα μέλη των συμμοριών μαχαιροβγαλτών στις κακόφημες γειτονιές μας.
Είναι βέβαια εύκολο να εξιδανικεύεται ο σκανδιναβικός πολιτικός πολιτισμός και τα μεταπολεμικά του επιτεύγματα. Μοιάζει ό,τι πιο κοντινό στο όραμα του Τόμας Τζέφερσον (Thomas Jefferson), μιας δημοκρατίας θεμελιωμένης στις αρετές των μικρών αγροτών (την ανεξαρτησία της σκέψης και την αποφασιστική στράτευση στο κοινό καλό).
Στη Σκανδιναβία συχνά συναντάς τη γενναιοδωρία, την ανθρωπιά και τη βαθιά δημοκρατικότητα αυτής της νοοτροπίας, με σάρκα και οστά: το κάνεις στη δανέζικη εκπαίδευση και την εξατομικευμένη μέριμνα που δείχνει για την αξιοποίηση των επικοινωνιακών και μαθησιακών προσόντων του κάθε μαθητή· στην εγγύτητα της φύσης στη Φιλανδία, όπου είναι παράδοση η καταφυγή στη φύση και η ενασχόληση με την υλοτομία, το ψάρεμα, το κολύμπι. Εδώ θεωρείται «βασικό ανθρώπινο δικαίωμα» κάθε Φιλανδός να μπορεί να στήσει τη σκηνή του και να ζεσταθεί στη φωτιά. Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ύπαιθρος εδώ δε ρυθμίζεται από τους κανόνες της ιδιοκτησίας.
Αλλά δεν είναι δύσκολο να δεις επίσης πόσο καταπιεστική μπορεί να γίνει κάποτε αυτή η ομοιομορφία. Πόσο δύσκολο της είναι να ανταποκριθεί στην πρόκληση της πολιτιστικής διαφορετικότητας και πόσο εύκολα αποκτά ρατσιστικές σχεδόν αποχρώσεις. Στο βιβλίο του Μπράουν, ένας Σουηδός αναπτύσσει το επιχείρημα πως η «πλήρης συνεργασία» απαιτεί «100% κοινωνικό έλεγχο»: θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για συναινετικό αυταρχισμό, μια ιδέα όμως που είναι εντελώς ξένη στη βρετανική νοοτροπία.
Παρά τις εμμένουσες αυταπάτες της φιλελεύθερης αριστεράς, έτσι εξηγείται γιατί το σκανδιναβικό κράτος πρόνοιας συγκαταλέγεται σε ένα από τα λιγότερο εξαγώγιμα προϊόντα της περιοχής.
Όταν αντιθέτως, αρκετά χρόνια αργότερα, γέννησα κι εγώ με τη σειρά μου το παιδί μου, σε ένα υπερφορτωμένο, βρώμικο, βρετανικό νοσοκομείο, μια εξαντλημένη νοσοκόμα μου πέταξε μια σακούλα γεμάτη με διαφημιστικά βρεφικά είδη και δωρεάν δείγματα.
Στη Φιλανδία, ο τοκετός αντιπροσώπευε μια ακόμα ευκαιρία να δείξει το κράτος πόσο νοιάζεται για την ευημερία όλων των υπηκόων του, χαρίζοντάς τους ένα σωρό δώρο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, σηματοδοτούσε μία ακόμα ξέφρενη κούρσα καταναλωτισμού.
Το ζήτημα του τρόπου λειτουργίας του σκανδιναβικού μοντέλου, μου κέντρισε το ενδιαφέρον ακριβώς μετά από αυτά τα πράσινα μωρουδιακά ρούχα και τις διηγήσεις για παραμυθένιες γονικές άδειες στη μητέρα και τον πατέρα (που στη Σκανδιναβία ήταν δεδομένες δεκαετίες πριν το Ηνωμένο Βασίλειο αρχίσει καν να σκέφτεται να παραχωρήσει απρόθυμα τις δικές του, μίζερες γονικές άδειες).
Και δεν εννοώ με τον βιαστικό και τυχάρπαστο τρόπο που ενδιαφέρονται για το σκανδιναβικό μοντέλο οι πολιτικοί μας, που κάθε τόσο κάνουν εκεί ρεσάλτα για να αρπάξουν πρόχειρα ιδέες για την εκπαίδευση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια -τελευταίο κρούσμα το ενδιαφέρον του Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) για το αυτοδιαχειριζόμενο από τους γονείς σουηδικό σχολείο, όχι.
Αυτό που με πάθιασε, ήταν να διερευνήσω τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά και τη νοοτροπία που δημιουργεί το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται η πλατιά συναίνεση για τη συντήρηση του πελώριου και πανάκριβου κράτους-πρόνοιας που απολαμβάνουν οι σκανδιναβικές χώρες εδώ και σχεδόν 50 χρόνια.
Μετά από διαδοχικές επισκέψεις στη Δανία, τη Νορβηγία, πρόσφατα στη Φιλανδία, παντού έπεφτα πάνω στο ίδιο, εντυπωσιακό φαινόμενο: οι πάντες μοιάζει να μοιράζονται την ίδια, αδιαμφισβήτητη, αίσθηση για το πώς πρέπει να λειτουργούν τα πράγματα. Υπάρχει ένα είδος διάχυτου και πανταχού παρόντος κοινωνικού ελέγχου για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ο καθένας απέναντι στους συνανθρώπους του.
Αυτή η πραγματικότητα μου αποκαλύφθηκε μια Κυριακή μεσημέρι, ενώ τρώγαμε σε ένα εξοχικό εστιατόριο. Όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα κόσμο, κι όμως, το μόνο που ακουγόταν ήταν ψίθυροι και ο ήχος των μαχαιροπήρουνων στην πορσελάνη· έως ότου κατέφτασαν οι βρετανικές μας οικογένειες, άναρχες, καβγατζίδικες και θορυβωδώς φλύαρες (παρά τις απέλπιδες προσπάθειες των Φιλανδών φίλων μας να κάνουμε ησυχία).
«Οι πάντες ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν σε κάθε περίσταση, οι πάντες προσπαθούν να λειτουργήσουν σωστά, οι πάντες είναι βέβαιοι πως το ίδιο κάνουν όλοι οι άλλοι. Κι όποιος δε λειτουργεί σωστά, αντιμετωπίζει τη δικαιολογημένη περιφρόνηση ολόκληρης της κοινότητας». Έτσι περιγράφει ο 'Αντριου Μπράουν (Andrew Brown) τον εκπληκτικό βαθμό εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τις κοινωνικές σχέσεις στη Σκανδιναβία.
Στο γόνιμο για προβληματισμούς βιβλίο του «ψαρεύοντας στην ουτοπία: η Σουηδία και το μέλλον που χάθηκε», ο Μπράουν εξετάζει πώς αυτή η κοινωνική αρχιτεκτονική διαβρώνεται σιγά-σιγά εδώ και 25 χρόνια. Η θέση του είναι πως το σύνολο των κοινωνικών ρυθμίσεων που κληροδότησε ο Καλβινισμός και η έντονη αλληλεξάρτηση των μικρών σουηδικών αγροτικών κοινοτήτων, είναι αδύνατο να επιβιώσει για πολύ ακόμα, μετά την εξαφάνισή των αιτίων που τη δημιούργησαν.
Ο καταναλωτισμός υπονομεύει ευθέως το βαθύ αίσθημα αυτοσυγκράτησης που διαποτίζει αυτές τις χώρες, που εδώ και δύο μόνο γενιές ήταν βυθισμένες στην πιο απόλυτη ανέχεια. Όπως μας θυμίζει ο Μπράουν, εδώ οι πιστωτικές κάρτες επετράπησαν μόλις στα τέλη της δεκαετίας του '90.
Αυτός ο πανταχού παρών περιορισμός της ατομικής ελευθερίας νομιμοποιείται ως ο μόνος τρόπος για να ευημερήσει το κοινωνικό σύνολο. Σύμφωνα με τον Μπράουν, κεντρική σημασία παίζει η έννοια «jäntelagen», που ορίζεται ως «ένας σκανδιναβικός κώδικας συμπεριφοράς, που απαγορεύει αυστηρά κάθε αίσθηση υπεροχής του οποιουδήποτε έναντι των συμπολιτών του». Αυτή η κοινωνική επιταγή μοιάζει να βρίσκεται στους αντίποδες όσων συμβαίνουν στη Βρετανία, όπου η υπεροχή έναντι των άλλων, και ο συνεπαγόμενος αγώνας για να επιτευχθεί αυτή η υπεροχή, μοιάζει να καθορίζει κάθε είδους ανθρώπινη σχέση, από τον ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζικών στελεχών μέχρι εκείνον ανάμεσα στα μέλη των συμμοριών μαχαιροβγαλτών στις κακόφημες γειτονιές μας.
Είναι βέβαια εύκολο να εξιδανικεύεται ο σκανδιναβικός πολιτικός πολιτισμός και τα μεταπολεμικά του επιτεύγματα. Μοιάζει ό,τι πιο κοντινό στο όραμα του Τόμας Τζέφερσον (Thomas Jefferson), μιας δημοκρατίας θεμελιωμένης στις αρετές των μικρών αγροτών (την ανεξαρτησία της σκέψης και την αποφασιστική στράτευση στο κοινό καλό).
Στη Σκανδιναβία συχνά συναντάς τη γενναιοδωρία, την ανθρωπιά και τη βαθιά δημοκρατικότητα αυτής της νοοτροπίας, με σάρκα και οστά: το κάνεις στη δανέζικη εκπαίδευση και την εξατομικευμένη μέριμνα που δείχνει για την αξιοποίηση των επικοινωνιακών και μαθησιακών προσόντων του κάθε μαθητή· στην εγγύτητα της φύσης στη Φιλανδία, όπου είναι παράδοση η καταφυγή στη φύση και η ενασχόληση με την υλοτομία, το ψάρεμα, το κολύμπι. Εδώ θεωρείται «βασικό ανθρώπινο δικαίωμα» κάθε Φιλανδός να μπορεί να στήσει τη σκηνή του και να ζεσταθεί στη φωτιά. Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ύπαιθρος εδώ δε ρυθμίζεται από τους κανόνες της ιδιοκτησίας.
Αλλά δεν είναι δύσκολο να δεις επίσης πόσο καταπιεστική μπορεί να γίνει κάποτε αυτή η ομοιομορφία. Πόσο δύσκολο της είναι να ανταποκριθεί στην πρόκληση της πολιτιστικής διαφορετικότητας και πόσο εύκολα αποκτά ρατσιστικές σχεδόν αποχρώσεις. Στο βιβλίο του Μπράουν, ένας Σουηδός αναπτύσσει το επιχείρημα πως η «πλήρης συνεργασία» απαιτεί «100% κοινωνικό έλεγχο»: θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για συναινετικό αυταρχισμό, μια ιδέα όμως που είναι εντελώς ξένη στη βρετανική νοοτροπία.
Παρά τις εμμένουσες αυταπάτες της φιλελεύθερης αριστεράς, έτσι εξηγείται γιατί το σκανδιναβικό κράτος πρόνοιας συγκαταλέγεται σε ένα από τα λιγότερο εξαγώγιμα προϊόντα της περιοχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου