Περπατώντας αυτές τις μέρες στους δρόμους της πόλης μας, με κλειστά τα μάτια και κάθε άλλο αισθητήριο όργανο, μου ήρθε στο νου η φράση της Χάνα 'Aρεντ (Hannah Arendt): «η γνωστή ρήση ότι οι φτωχοί και οι καταπιεσμένοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα παρά τις αλυσίδες τους δεν ταιριάζει πλέον στο σύγχρονο άνθρωπο των μαζών, καθώς έχει χάσει κάτι πολύ περισσότερο από τις αλυσίδες της δυστυχίας όταν έχασε το ενδιαφέρον του για τη δική του ύπαρξη».
Περπατώντας αυτές τις μέρες στους δρόμους της πόλης μας αυτό που βλέπεις δεν είναι μόνο οι σωροί σκουπιδιών, αλλά πίσω και μέσα σε αυτούς αποκαλύπτεται η ακτινογραφία της κοινωνίας μας. Μια κοινωνία σε μηδενισμό. Ένα σύνολο ανθρώπων που δεν ενδιαφέρεται πια μήτε για τον ίδιο του τον εαυτό του. Ένα σύνολο μονάδων που καταβροχθίζει λυσσαλέα το ίδιο άτομο -α ναι, συχνά ο άκρατος ατομικισμός στρέφεται εντέλει κατά του ίδιου του ατόμου.
Γιατί όταν γνωρίζουμε ότι έχουν απεργία οι υπάλληλοι στην καθαριότητα και είναι σε κατάληψη η χωματερή (δικαίως ή αδίκως δεν έχει σημασία, αυτό θα το αντιμετωπίσει το κράτος) και συνεχίζουμε να πετάμε τα σκουπίδια μας στο δρόμο αμπαλαρισμένα όπως όπως στις απλές σακούλες των super market, ξεσκισμένες πλέον από τη βροχή, τη μούχλα, τα ποντίκια, και δεν μπορείς καν να περπατήσεις, τόσα που είναι τα σκουπίδια, μήτε να σταθείς, τόση που είναι η βρώμα, ενώ και η χολέρα πλησιάζει απειλητικά την πόλη, δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι αγγίξαμε αυτό το όριο αδιαφορίας που η ίδια μας η ζωή δεν έχει πλέον καμία σημασία.
Όχι δεν είναι πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό αλλά είναι η πρώτη φορά που έχουμε φτάσει σε αυτά τα επίπεδα της σήψης. Και φυσικά είναι σημείο των καιρών. Η οικονομική κρίση, η απώλεια μισθών και εισοδημάτων, η απώλεια θέσεων εργασίας, αυτός ο οντολογικός φόβος της πτώσης, μας έχει τυφλώσει τόσο που δεν βλέπουμε πια μήτε το νόημα της ζωής. Εκείνη η γνωστή ελληνική φράση: «την υγειά μας να έχουμε» μοιάζει παράλογη και άτοπη.
Είμαστε μια κοινωνία σε τύφλωση, αυτή τη τύφλωση όπως την περιγράφει ο Ζοζέ Σαραμάγκου(José Saramago) στο βιβλίο του «περί τυφλότητος». Ένα βιβλίο που γράφηκε για το παρελθόν (το φασισμό) αλλά έμελλε να αφορά το μέλλον. Και πράγματι, η περιγραφή του για την κατάσταση της πόλης και της κοινωνίας όταν ξεσπάει άξαφνα η «επιδημία τυφλότητας», ελάχιστα διαφέρει από την όψη που παρουσιάζει η πόλη μας τελευταία: «προχωράς σ' έναν πλημμυρισμένο δρόμο, ανάμεσα σε σάπια σκουπίδια και περιττώματα ανθρώπων και ζωών, αυτοκίνητα παρατημένα» και κάθε τυφλός εξαπατά, απειλεί και βασανίζει τον έτερο τυφλό, κατηγορώντας τον για τη δική του τυφλότητα. Τη λευκή τυφλότητα. Και είναι αυτά τα «μάτια που έπαψαν να βλέπουν, μάτια που ήταν εντελώς τυφλά, που βρίσκονταν όμως σε άριστη κατάσταση, χωρίς την παραμικρή οργανική βλάβη».
«Να από τι πάστα είμαστε φτιαγμένοι, μισό αδιαφορία και μισό κακοήθεια» μονολογεί ένας τυφλός όταν ζητάει μάταια τη βοήθεια ενός συνανθρώπου του, αναγνωρίζοντας πως «ανακάλυπτε μόλις κάτι που ήταν υποχρεωμένος να γνωρίζει εδώ και πολύ καιρό»
Και κάπως έτσι, με αυτές τις σκέψεις περπατώντας στους δρόμους της βρωμερής μας πόλης μου ήρθαν στο νου οι φράσεις από τη «Μήδεια» του Ανούιγ (Anouilh), όταν η ηρωίδα πριν προχωρήσει στο ύψιστο έγκλημα, το φόνο των παιδιών της, τυφλωμένη από το φόβο, τη ζήλια και τη δίψα για εκδίκηση κραυγάζει στον Ιάσωνα: «Είμαι η δυστυχία σου Ιάσονα, η πληγή, το πηγμένο σου αίμα. Είμαι η χαμένη σου νιότη, το ρημαγμένο σπίτι σου, η αληθινή ζωή σου, η μοναξιά σου, το αισχρό κακό. Είμαι η έπαρση, ο εγωισμός, η κραιπάλη, η ακολασία, το έγκλημα. Βρωμάω, Ιάσωνα, βρωμάω ολόκληρη»... Κάπως έτσι κι πόλη μας κραυγάζει, πριν προχωρήσει στο μεγάλο έγκλημα, στη θυσία των παιδιών της. Ας μην την αφήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου