Το κίνημα των Αγανακτισμένων δεν πρόκειται να καταλαγιάσει όσο επικρατεί, και δικαίως, η άποψη στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ότι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι, διεσπάθισαν το δημόσιο χρήμα και δεν κάνουν το παραμικρό για να τιμωρήσουν εκείνους που προκάλεσαν με τη συμπεριφορά τους.
Επί χρόνια στην Ελλάδα επικράτησε ένας ιδιότυπος πολιτικός αμοραλισμός, που επέτρεψε σε πολιτικούς, που εμφανώς ζούσαν πάνω από τις πραγματικές δυνατότητές τους, να συμπεριφέρονται με τρόπο προκλητικό κι αλαζονικό, χωρίς να αντιδρά κανείς. Ούτε κι εκείνοι οι έντιμοι συνάδελφοί τους, που τα έβγαζαν δύσκολα πέρα αισθάνονταν την ανάγκη να διαμαρτυρηθούν πώς ο ένας ή ο άλλος διατελέσας υπουργός αγόραζε πολυτελές σπίτι υπό τη σκιά της Ακροπόλεως, πώς έκανε διακοπές σε πανάκριβα ριζόρτ στον κοσμικό και πολυτελή Μαυρίκιο, πώς διέμενε σε χλιδάτη σουίτα σε ένα από τα πλέον ακριβά ξενοδοχεία του Παρισιού, εκεί όπου έκανε τη γαμήλια δεξίωση του. Η συμπεριφορά στην καλύτερη περίπτωση θεωρείτο περίεργη, προκαλούσε ενδεχομένως κάποια δημοσιεύματα κι εκεί σταματούσε.
Επικρατούσε ακόμα η άποψη του Κώστα Σημίτη, "αν έχετε στοιχεία διαφθοράς κάποιου πολιτικού να τα πάτε στον εισαγγελέα". Αποψη που είχε καταδικάσει ο Κώστας Καραμανλής όταν ήταν στην αντιπολίτευση, για να την ενστερνισθεί πλήρως όταν έγινε κυβέρνηση. Με την ίδια λογική, το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία το 2001 με την αναθεώρηση του Συντάγματος κι ακολούθως το 2003 με το νέο νόμο περί ευθύνης υπουργών να προωθήσει μια σκανδαλώδη νομοθεσία, με τη σύμφωνη γνώμη της Ν.Δ., που απάλλασσε τους ανέντιμους κι επίορκους πολιτικούς, αν είχαν διατελέσει υπουργοί, από όλες τις ευθύνες τους, ποινικές και μη, για οποιοδήποτε αδίκημα είχαν ενδεχομένως διαπράξει κατά τη διάρκεια άσκησης των υπουργικών τους καθηκόντων. Με αποτέλεσμα σήμερα, ακόμα κι αν αποδειχθούν ευθύνες οποιουδήποτε διατελέσαντος υπουργού για οποιοδήποτε αδίκημα, να μην μπορεί να διωχθεί ποινικά.
Επίσης, επί χρόνια γνωρίζαμε για πολιτικούς που ζούσαν πάνω και πέρα από τα επίσημα εισοδήματά τους. Τον τελευταίο καιρό γίνεται μεγάλη συζήτηση για τα σπίτια που αγόρασαν τα τελευταία χρόνια γνωστοί πολιτικοί, όπως ο Ακης Τσοχατζόπουλος. Η λίστα θα μπορούσε να διευρυνθεί και με άλλα τρανταχτά ονόματα. Και δικαίως. Ο λόγος είναι ότι όλοι τους ανήκουν σε εκείνους τους πολιτικούς που δεν είχαν προσωπική περιουσία προτού εισέλθουν στην πολιτική, δεν πήραν προίκα από τις συζύγους τους, όπως κάποιοι άλλοι συνάδελφοί τους ισχυρίζονται, και δεν είχαν άλλα εισοδήματα πέραν της βουλευτικής τους αποζημιώσεως, και μάλιστα επί σειράν ετών ή και δεκαετιών. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι με τη βουλευτική αποζημίωση ένας βουλευτής, που μάλιστα αγωνιά και δαπανά αρκετά χρήματα για την επανεκλογή του, δεν μπορεί να αποταμιεύσει ούτε ένα τσακιστό ευρώ και δεν μπορεί να αγοράσει ούτε γκαρσονιέρα στην Κυψέλη.
Οπότε οι συγκεκριμένοι πολιτικοί κι αρκετοί άλλοι συνάδελφοί τους πρέπει ευλόγως να δώσουν εξηγήσεις για το πώς απέκτησαν τα σπίτια στα οποία διαμένουν και για το πώς ζουν με τον τρόπο που ζουν. Κι υποχρέωση είναι κυρίως των κομμάτων τους να πάρουν απάντηση από τους πολιτικούς αυτούς. Εστω κι αργά, ο κ. Τσοχατζόπουλος θα αντιμετωπίσει ποινική δίωξη με την απόφαση της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής. Αλλά και πάλι αυτό δεν αρκεί. Αν οι πολιτικοί θέλουν να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία τους, πρέπει να πάρουν αποφασιστικά μέτρα και να εξωπετάξουν όσους προκαλούν με τη συμπεριφορά τους, έστω κι αν δεν μπορούν να τεκμηριωθούν ποινικές τους ευθύνες.
Αλλά η Ελλάδα είναι μικρή χώρα κι όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Οπότε είναι άκρως υποκριτικό και πολιτικά αμοραλιστικό να ισχυρίζονται κάποιοι ότι δεν ήξεραν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου