Λόγω της συνεχιζόμενης αποτυχίας των κυβερνήσεων να προωθήσουν μια συμφωνία για την Κλιματική Αλλαγή, το μέλλον των ανθρώπων και της Γης παραμένει σκοτεινό. Η αποτυχία αυτή γίνεται περισσότερο εμφανής σε σχέση με ένα ζήτημα για το οποίο δεν μιλάει κανείς: Τον ανθρώπινο πληθυσμό, ο οποίος είναι ένα πρόβλημα με δύο όψεις. Όχι μόνο αυξάνεται, αλλά ταυτόχρονα αυξάνονται και οι κατά κεφαλή εκπομπές.
Το 1970, όταν οι παγκόσμιες εκπομπές ξεπέρασαν το όριο το οποίο είναι σε θέση να διαχειριστεί η ατμόσφαιρα, ο πληθυσμός ήταν 3,7 δις. Σήμερα είναι περίπου 6,9 δις, δηλαδή έχει σημειωθεί αύξηση 86%. Στην ίδια χρονική περίοδο οι εκπομπές από ορυκτά καύσιμα έφτασαν τους 29 δις τόνους από 14 δις, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 107%.
Με άλλα λόγια, το 1970 οι κατά κεφαλή εκπομπές ήταν 3,8 τόνοι, ενώ πλέον έχουν φτάσει τους 4,2 τόνους, παρά την βελτίωση στην αντίληψή μας για τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Το αυξανόμενο μερίδιο των ΑΠΕ στην παραγωγή ενέργειας απλά επιβραδύνει την ραγδαίως επιδεινούμενη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα η οποία οφείλεται στις ανάγκες για ενέργεια.
Παρόλα αυτά, δίχως καμία δικαιολογία, οι προτάσεις των ΗΠΑ, του ΟΗΕ και των ανεξαρτήτων ερευνητικών ομάδων δεν αναφέρουν ποτέ τη συμμετοχή του πληθυσμού στην επιδείνωση της Κλιματικής Αλλαγής. Καμία λύση για το πληθυσμιακό πρόβλημα δεν είναι ορατή και έτσι οφείλουμε να προωθήσουμε όλο και πιο δυναμικά μέτρα ελέγχου των εκπομπών. Επίσης, τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από την παιδεία και την ενημέρωση. Στο ζήτημα της Κλιματικής Αλλαγής, η πιο κρίσιμη ιδέα είναι ότι η ατμόσφαιρα πρέπει να θεωρείται ως η κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας.
Από τη διαπίστωση αυτή απορρέει ένα αξίωμα δικαίου. Έχει έρθει ο καιρός να κατανεμηθεί σε κάθε χώρα ένα ασφαλές μερίδιο εκπομπών με τρόπο ισομερή. Η κατανομή αυτή δεν μπορεί να βασιστεί στις ποσότητες που εκλύονται σήμερα από τις διάφορες αναδυόμενες και εκβιομηχανιζόμενες χώρες. Ούτε μπορεί να στηριχθεί στον πληθυσμό, αφού στην περίπτωση αυτή θα επιβράβευε τους μεγάλους πληθυσμούς και θα προκαλούσε αύξησή τους.
Η προσέγγιση πρέπει να χαρακτηρίζεται από τη φειδώ: Την αυξημένη χρήση συσκευών που εξοικονομούν ενέργεια, τη δέσμευση άνθρακα, τα πράσινα μέσα μεταφοράς, την προστασία των τροπικών δασών, τον φόρο άνθρακα και το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων.
Αν τελικά υιοθετηθούν διεθνείς συμφωνίες, τα συστήματα εμπορίας θεωρητικά θα αποτελούν μια εξαιρετική προσέγγιση, εφόσον τα όρια για τις εκπομπές είναι ασφαλή, εφόσον η συμβολή της κάθε χώρας μπορεί να προσδιοριστεί και εφόσον η ανεπάρκεια και η διαφθορά στη διοίκηση, παρακολούθηση και επιβεβαίωση θα περιοριστούν.
Μια περιβαλλοντικά και κοινωνικά δίκαιη προσέγγιση στο εμπόριο δικαιωμάτων θα ήταν να εξαρτηθούν τα όρια εκπομπών για κάθε χώρα από την ποσότητα της ατμόσφαιρας που την υπερκαλύπτει. Με βάση το σχέδιο αυτό, πολλές πλούσιες χώρες θα απελευθέρωναν περισσότερα αέρια από το επιτρεπτό. Και οι φτωχές χώρες το αντίθετο.
Τότε, οι χώρες με χαμηλούς αναλογικά ρύπους θα ήταν σε θέση να νοικιάσουν (όχι να πουλήσουν) ένα μέρος του δικαιώματός τους μέχρις ότου αναπτύξουν τις υποδομές τους. Οι χώρες-νοικιάρηδες όμως, θα επέβαλαν μεταρρυθμίσεις για να παραμείνουν εντός των ορίων, οι οποίες θα συμπεριλάμβαναν την ενεργειακή λιτότητα για τους πολίτες ή ακόμα και τη μείωση του πληθυσμού τους, όσο δύσκολο και αν είναι αυτό.
Στο τέλος, πρέπει όλοι να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε υποχρέωση να μοιραστούμε τη Γη με τα υπόλοιπα ζωντανά πλάσματα και αυτό απαιτεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να μειώσουμε τη ζήτηση για πρώτες ύλες που προκαλείται από τον πληθυσμό μας. Η αναγνώριση αυτή αποτελεί το ζητούμενο για την πολιτική επιμόρφωση με την ευρύτερη έννοια.
Ο Άρθουρ Ουέστινγκ είναι οικολόγος δασικών εκτάσεων και πρώην διευθυντής στο Πρόγραμμα του ΟΗΕ για την Ειρήνη, την Ασφάλεια και το Περιβάλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου