«Πρόκειται για αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μπορούν να εφεύρουν λόγους για την αύξηση των τιμών του πετρελαίου στα 130 ή τα 150 δολάρια, όμως η ιστορία έχει δείξει ότι οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να κινήσουν τις αγορές. Δεν είναι η Exxon (XOM), η BP (BP) ή η Shell (RDS.A) που κινούν τις αγορές πετρελαίου, αλλά οι οικονομικοί παίκτες: η Goldman Sachs (GS), η Morgan Stanley (MS) και οι άλλοι. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να ντρέπεται που τους αφήνει να δρουν ανενόχλητοι». Αυτά δήλωσε μεταξύ άλλων ο Fadel Gheit, αναλυτής πετρελαίου της Oppenheimer, στο Bloomberg TV στις 25 Μαΐου 2011. Πρόσφατα ανέλυσα πώς η πλεονάζουσα ρευστότητα που διοχετεύτηκε στους επενδυτές από τη Federal Reserve, σχεδόν άτοκα, τους βοήθησε να αποκτήσουν πρωτόγνωρη μόχλευση και επέφερε τεράστια κινητικότητα στην αγορά των εμπορευμάτων. Όλα αυτά τα φθηνά χρήματα ώθησαν τις τιμές του πετρελαίου πολύ υψηλότερα απ’ όσο θα υπαγόρευε η πραγματική προσφορά και η θεμιτή ζήτηση. Εξάλλου, κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2008, όταν το πετρέλαιο έφτανε στο νέο υψηλό των 147 δολ. το βαρέλι, ο Μπάρακ Ομπάμα και ο Τζον Μακ Κέιν ήξεραν γιατί συνέβαινε αυτό και υποσχέθηκαν να το διορθώσουν. Και οι δύο υποψήφιοι για την προεδρία δεσμεύτηκαν να καταργήσουν το «παραθυράκι» της Enron που είχε δημιουργήσει το 2000 το Commodities Futures Modernization Act. Ο νόμος αυτός ουσιαστικά χαλάρωσε τις ρυθμίσεις για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα (over-the-counter derivatives) και περιόρισε τις απαιτήσεις κεφαλαίων, επιτρέποντας στους traders να δρουν ανενόχλητοι εις βάρος της οικονομίας των ΗΠΑ, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη και επιβραδύνοντας τους ρυθμούς ανάκαμψης. Είναι εντυπωσιακό ότι πολλοί ακόμα το σκέφτονται εάν οι traders εμπορευμάτων φέρουν πράγματι ευθύνη για την τρέχουσα εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου στα ύψη. Αυτό που συμβαίνει είναι προφανές για τους ειδικούς του χώρου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο Fadel Gheit, ένας από τους πλέουν έγκριτους αναλυτές πετρελαίου, μέλη-κλειδιά του OPEC, ο Rex Tillerson, πρόεδρος και CEO της ExxonMobil, καθώς και οι επικεφαλής της μαλαισιανής Petronas (PTG:MK) και της γαλλικής Total (TOT). Ο Gary Gensler, επικεφαλής της Επιτροπής Προθεσμιακών Συναλλαγών σε Εμπορεύματα (CFTC), επιτέθηκε στις αγορές εμπορευμάτων, ασκώντας σφοδρότατη κριτική. Ο Gensler τόνισε ότι σήμερα το 88% των συναλλαγών του αργού πετρελαίου, τύπου light sweet, WTI (West Texas Intermediate) διεξάγεται αμιγώς από κερδοσκόπους και όχι από τους πραγματικούς τελικούς χρήστες του αργού. Όταν οι κερδοσκόποι διεξάγουν το 88% του συνόλου των συναλλαγών, τότε όχι απλώς επηρεάζουν σημαντικά την αγορά, αλλά την ελέγχουν απόλυτα. Οι κερδοσκόποι ελέγχουν και τα τρόφιμα Ο Gensler τόνισε επίσης ότι ο ίδιος έλεγχος της αγοράς υπεισέρχεται και στα εμπορεύματα τροφίμων, δηλώνοντας ότι στους κερδοσκόπους αναλογεί το συντριπτικό 90% των συναλλαγών σιταριού στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγου (CBOT). Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο συγγραφέας ενόςπρόσφατου άρθρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Foreign Policy. Η αγορά έφτασε από τα $13 δισ. συνολικής αξίας συμβολαίων, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, στα $318 δισ. τον Ιούλιο του 2008 (τον ίδιο μήνα που το πετρέλαιο έφτασε στη μέγιστη τιμή των 147 δολαρίων το βαρέλι), ωθώντας τις τιμές των τροφίμων προς τα πάνω κατά 80% από το 2005 έως το 2008. Ο Kendell Keith, πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Σιτηρών και Τροφίμων (NGFA) αναφέρει στο Foreign Policy: «Ο όγκος των επενδυτικών κεφαλαίων που βλέπουμε στην αγορά των εμπορευμάτων είναι άνευ προηγουμένου». Με βάση τα παραπάνω, προκαλεί στ’ αλήθεια έκπληξη το γεγονός ότι η μέση Αμερικανική οικογένεια έχει περιορίσει τις καταναλωτικές δαπάνες, ανακόπτοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη; Δύο κρίσιμης σημασίας έξοδα, η ενέργεια και τα τρόφιμα, συνεχίζουν να αυξάνονται, απομυζώντας το αμερικανικό εισόδημα που υπό άλλες συνθήκες θα διοχετευόταν στην αγορά καταναλωτικών προϊόντων. Γιατί συμβαίνει αυτό; Όπως γράφτηκε στο Washington Bureau της McClatchy για την ανακοίνωση της CFTC, «… οι αγορές των εμπορευμάτων ανέβασαν τις τιμές προς όφελος των κερδοσκόπων και εις βάρος του κόσμου». Ενώ στις ΗΠΑ οι αδικαιολόγητα υψηλές τιμές των πετρελαιοειδών αποτελούν το κυρίαρχο θέμα συζήτησης, στην Ευρώπη το ενδιαφέρον έχει στραφεί στις τιμές-ρεκόρ των τροφίμων που επιβάλλουν οι ίδιοι κερδοσκόποι εις βάρος του καταναλωτικού κοινού. Στις 2 Ιουνίου η Guardian αναφέρθηκε στη σύνοδο των υπουργών γεωργίας των G20 στο Παρίσι, στις 22 Ιουνίου, προκειμένου να συζητηθεί η ασφάλεια των τροφίμων και η προστασία των τιμών από τους κερδοσκόπους. Μια ημέρα μετά τη σύνοδο, η ίδια εφημερίδα έγραφε ότι οι υπουργοί δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε μια ουσιώδη συμφωνία ως προς τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Στη Γερμανία έχουν ανάψει τα αίματα. Το Der Spiegel έγραφε την επόμενη ημέρα τα εξής: «Στη σύγχρονη Ευρώπη οι λαοί βρίσκονται εκτός ελέγχου και οι πολιτικοί έχουν γίνει σκλάβοι των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των αγορών. Εξάλλου, η κατάσταση της δημοκρατίας είναι κάθε άλλο παρά σπουδαία. Η δημοκρατία πέφτει σταδιακά θύμα της οικονομικής κρίσης». «Ενρονοποίηση» της Αμερικής Όπως προαναφέρθηκε, οι κερδοσκόποι έχουν ισχυρούς βοηθούς. Στο κάτω - κάτω, η Fed ήταν που πλημμύρισε την αγορά με απεριόριστα και πάμφθηνα κεφάλαια. Τώρα οι πολιτικοί αδυνατούν να θέσουν τις αγορές υπό έλεγχο και να επαναφέρουν το υγιές κλίμα που επικρατούσε για σχεδόν 70 χρόνια. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο η Αμερική είδε μερικούς από τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ιστορία της, με τους μισθούς να ακολουθούν ανοδική πορεία και χωρίς οικονομικές κρίσεις. Τι άλλαξε; Για κάποιο λόγο, οι νομοθέτες μας αποφάσισαν ότι το επιχειρηματικό μοντέλο που λειτουργούσε σχεδόν αψεγάδιαστα ήταν παρωχημένο και ότι η φιλοσοφία του δεν ευνοούσε τις επιχειρήσεις. Σε αντικατάστασή του, οδηγηθήκαμε σε αυτό που ονομάζω «Ενρονοποίηση» της Αμερικής, καθώς πρόκειται για την επιχειρηματική θεωρία που εφάρμοσε στην πράξη ο αποτυχημένος τεξανός γίγαντας της ενέργειας: ότι είναι πολύ πιο προσοδοφόρο να στοιχηματίζεις στις τιμές των εμπορευμάτων στα χαρτιά, παρά να συμμετέχεις στη δημιουργία πραγματικών εμπορευμάτων και να τα εισάγεις στην αγορά. Από τη στιγμή που ξεκίνησε να εξελίσσεται και να εξαπλώνεται το καινούριο αυτό επιχειρηματικό μοντέλο, άρχισε να σημειώνεται η μια οικονομική καταστροφή μετά την άλλη: η χειραγώγηση της ηλεκτρικής ενέργειας στην Καλιφόρνια, έπειτα των μετοχών πετρελαίου στο Cushing της Oklahoma, μετά του φυσικού αερίου και της αγοράς προπανίου, ενώ δύο φορές μέχρι σήμερα οι τιμές του πετρελαίου διαμορφώθηκαν σε ύψη που δεν τεκμηριώνονταν από τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης. Εντούτοις, όποιος εκλεγμένος αξιωματούχος αναφερθεί δημόσια στην ανάγκη αποκατάστασης της ορθολογικότητας στις αγορές αυτές, αμέσως χαρακτηρίζεται ως «σταυροφόρος» κατά των επιχειρήσεων. Αυτή η χώρα δεν ήταν ποτέ κατά των επιχειρήσεων. Όμως τώρα είναι σαφώς κατά των καταναλωτών. Το νέο επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο δεν έχει τραβήξει ακόμη πολλή προσοχή, μειώνει την ικανότητα των καταναλωτών να κρατήσουν το εισόδημά τους, το οποίο διοχετεύεται όλο και περισσότερο στους επενδυτές μέσω της αύξησης του κόστους της ενέργειας και των τροφίμων. Τα αγαθά αυτά δεν είναι προαιρετικά: καμιά οικογένεια δεν μπορεί να τα αποφύγει. Επομένως, αφού αγοραστούν τα αναγκαία, τα χρήματα που περισσεύουν για τις επιλεκτικές αγορές όλο και μειώνονται. Είναι λοιπόν να απορούμε που ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας είναι τόσο αργός και η ανάκαμψη έχει κολλήσει; Οι ψηλές, ασταθείς τιμές ανακόπτουν τις προσλήψεις Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, παίζοντας με τα εμπορεύματα, οι τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών αυξάνονται και είναι ασταθείς, επηρεάζοντας αρνητικά τα καθαρά κέρδη μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί η βιομηχανία, παρότι διαθέτει μετρητά σε ύψη - ρεκόρ, διστάζει να επανεντάξει τους άνεργους στο εργατικό δυναμικό. Μην περιμένετε ότι από στιγμή σε στιγμή οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ θα επαναφέρουν τη σύνεση στις αγορές, προς όφελος των επενδυτών και των εισοδημάτων της μέσης αμερικανικής οικογένειας (ή των κερδών των άλλων εταιρειών). Όπως δημοσιεύτηκε στους New York Times στις 13 Ιουνίου, ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και η Εθνική Επιτροπή του Δημοκρατικού Κόμματος «ξεκίνησαν μια επιθετική προσπάθεια από τον Ομπάμα για να ανακτήσουν τη συμμαχία μιας από τις βασικότερες πηγές μετρητών της προεκλογικής του εκστρατείας, εν μέρει επιχειρώντας να πείσουν την Wall Street ότι οι πολιτικές του Προέδρου κάθε άλλο παρά έπληξαν την τάξη των επενδυτών, αλλά απεναντίας συνέβαλαν στην εξυγίανση των τραπεζών και των χρηματοοικονομικών αγορών». Σε αυτή τη χώρα, η διαμάχη σχετικά με το λόγο που οι τιμές της ενέργειας είναι τόσο εξωφρενικά υψηλές -όπως επιβεβαιώνεται από αξιοσέβαστους αναλυτές πετρελαίου, την CFTC αλλά και hedge fund managers όπως ο Mike Masters, οι οποίοι έχουν πλήρη γνώση του πώς λειτουργούν οι αγορές και είναι διατεθειμένοι να καταθέσουν στο Κογκρέσο- έχει λήξει. Οι αρνητικές επιπτώσεις των κερδοσκόπων των εμπορευμάτων στη διαμόρφωση των τιμών έχουν επιβεβαιωθεί από δύο βασικούς περιφερειακούς προέδρους της Fed, οι οποίοι αναρωτιούνται εάν η τόσο μεγάλη ρευστότητα και τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια λειτουργούν εις βάρος της οικονομικής ανάκαμψης. Στην Ευρώπη η συζήτηση επικεντρώνεται στις επιπτώσεις της αθέμιτης κερδοσκοπίας στις τιμές των τροφίμων. Η Γερμανία καταδικάζει το γεγονός ότι οι πολιτικοί και ο κόσμος είναι όμηροι του χρηματοοικονομικού κλάδου. Στην Αμερική, σε δείπνο που παρατέθηκε στις 23 Ιουνίου στο γκουρμέ εστιατόριο Daniel, στο οποίο μετείχε η αφρόκρεμα της οικονομικής ελίτ του Μανχάταν, ο Πρόεδρος Ομπάμα διαβεβαίωνε τους μεγαλοεπενδυτές ότι δεν έχουν λόγο να ανησυχούν γιατί αυτός είναι με το μέρος τους. |
Τρίτη 12 Ιουλίου 2011
Πετρέλαιο και τρόφιμα: Oι ΗΠΑ στρέφονται κατά των καταναλωτών;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου